- εάν
- (AM ἐάν Α και ἄν; ἤν)υποθετικός σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική για να δηλωθεί το προσδοκώμενο ή αόριστη — χωρίς στενό χρονικό καθορισμό — επανάληψηνεοελλ.1. χρησιμοποιείται ως τύπος εντονότερος τού αν2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσειςμσν.1. ενδοτικός («ἐὰν καὶ θέλῃ.·..» — ακόμη και αν θέλει)2. χρονικός («ἐὰν εἴδαει... ὅλοι πέζευσαν» — μόλις είδαν...)3. φρ. «μέχρι ἐάν...» — μέχρις ότουαρχ.σπάνια χρησιμοποιείται ως δυνητικό μόριο αντί τού αν.[ΕΤΥΜΟΛ. ει αν > εάν, και με κράση ο τ. ᾱ στην Αττική διάλεκτο και ην στην Ιωνική. Η μακρότητα τού ᾱ τού ἐᾱν οφείλεται μάλλον σε επίδραση τού τ. ᾱν ή σύμφωνα με άλλη άποψη ο τ. εᾱν (με μακρό ᾱ) < η αν. Ο τ. εάν μαρτυρείται ήδη σε αρχαίες επιγραφές και στη μεταγενέστερη Ελληνική αντικατέστησε το αν στη χρήση].
Dictionary of Greek. 2013.